- τοπιάτικο
- το, Ν1. μίσθωμα για βοσκοτόπι2. τόπος από όπου προμηθεύονται τα ξύλα για τα καμίνια οι ασβεστάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. -ιάτικο, ουδ. τής κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. μην-ιάτικο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek